καλίνδησις

καλίνδησις
κᾰλίνδ-ησις, εως, ,
A = κυλίνδησις, a throw of the dice, Alciphr.3.42 (pl.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • καλίνδησις — καλίνδησις, ἡ (Α) [καλινδούμαι] το κύλισμα …   Dictionary of Greek

  • καλινδήσεσι — καλίνδησις a throw of the dice fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καλινδούμαι — καλινδοῡμαι, έομαι (Α) 1. κυλίομαι, περιστρέφομαι, κυλιέμαι 2. ασχολούμαι διαρκώς με κάτι, περνώ τον καιρό μου κάπου, περνώ τις ώρες μου. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται προφανώς για προϊόν συμφυρμού τών ρ. ἀλινδοῦμαι και κυλινδοῦμαι. Η λ. εμφανίζει δύο… …   Dictionary of Greek

  • περικαλίνδησις — ήσεως, ἡ, Α περιστροφή, περικυλίνδησις*. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + καλίνδησις «κύλισμα»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”